- εξαγόρευση
- η (AM ἐξαγόρευσις) [εξαγορεύω]1. εκμυστήρευση, φανέρωση μυστικού2. η εξομολόγηση ως μυστήριοαρχ.-μσν.δήλωση, διακήρυξημσν.ανάκριση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαγόρευση — εξαγόρευση, η και ξαγόρεμα, το, ατος η εξομολόγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαγορεύσῃ — ἐξαγορεύσηι , ἐξαγόρευσις telling out fem dat sg (epic) ἐξαγορεύω tell out aor subj mid 2nd sg ἐξαγορεύω tell out aor subj act 3rd sg ἐξαγορεύω tell out fut ind mid 2nd sg ἐξαγορεύω tell out aor subj mid 2nd sg ἐξαγορεύω tell out aor subj act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… … Dictionary of Greek
εξομολόγηση — η 1. η πλήρης ομολογία, η εξαγόρευση, το ξαγόρεμα. 2. (εκκλησ.), ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο ο χριστιανός εξομολογείται τα αμαρτήματά του στον πνευματικό (τον εξομολόγο), με τη μεσολάβηση του οποίου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)